φωνητικά

φωνητικά
φωνητικός
vocal
neut nom/voc/acc pl
φωνητικά̱ , φωνητικός
vocal
fem nom/voc/acc dual
φωνητικά̱ , φωνητικός
vocal
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

  • Κάλλας, Μαρία — (Νέα Υόρκη 1923 – Παρίσι 1977). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της υψιφώνου Mαρίας Kαλογεροπούλου. Σπούδασε στο Ωδείο Aθηνών και στη συνέχεια στη Nέα Yόρκη. Tο 1942, στην πρώτη της εμφάνιση στην Eθνική Λυρική Σκηνή με την Kαβαλερία Pουστικάνα, κατέκτησε… …   Dictionary of Greek

  • Cypriot Greek — This article is about the modern Greek dialect of Cyprus. For the ancient Greek dialect, see Arcadocypriot. History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) …   Wikipedia

  • Dialecte chypriote — Grec chypriote Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

  • Grec Chypriote — Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

  • Grec chypriote — Cet article concerne le dialecte grec moderne à Chypre. Pour le dialecte grec ancien, voir arcado cypriote. Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) …   Wikipédia en Français

  • -άδο — και –άδος και άδα κατάληξη τοπωνυμίων τής Νεοελλ., που προήλθε από τη γενική πληθυντικού οικογενειακών ονομάτων, όπου η κατάληξη δήλωνε αρχικά τον κτήτορα τής περιοχής [π.χ. τα χωράφια τώ(ν) Μαχαιράδω(ν), τώ(ν) Φαλατάδω(ν), τώ(ν) Τσουκαλάδω(ν)].… …   Dictionary of Greek

  • -γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… …   Dictionary of Greek

  • Ασκώλια — Ἀσκώλια, τα (Α) η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος ō(lο) . Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. *άσκωλος < *αν σκωλος (πρβλ. αφ ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”